- τετρακόρωνος
- -ον, ΜΑαυτός που ζει τέσσερεις φορές περισσότερο από την κουρούνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -κόρωνος (< κορώνη), πρβλ. τρι-κόρωνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετρακόρωνος — four times a crow s age masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακόρωνον — τετρακόρωνος four times a crow s age masc/fem acc sg τετρακόρωνος four times a crow s age neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek